elbgendeitrorusrsk

Η Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω είναι η σημαντικότερη ίσως Μονή στο νομό Πιερίας και υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος. Βρίσκεται στον Όλυμπο, σε υψόμετρο 900μ. σε θέση φύσει οχυρή ανάμεσα σε δύο ρέματα και απέχει 18 χιλιόμετρα από το Λιτόχωρο. Κοντά στη σημερινή θέση της Μονής Αγίου Διονυσίου βρίσκουμε και τη γραφική τοποθεσία Μύλοι, που έλαβε την ονομασία της από το νερόμυλο, ο οποίος είναι ακόμα σε λειτουργία και έχει διαμορφωθεί σε χώρο αναψυχής.

 Η Παλιά Μονή ιδρύθηκε το 16ο αιώνα από τον Άγιο Διονύσιο εν Ολύμπω και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σημείωσε οικονομική και πνευματική ακμή. Μετά το 1821 καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό, πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε. Το 1943 ανατινάχθηκε από τους Ναζί επειδή στα κτήριά της κρύβονταν Έλληνες αντάρτες. Έκτοτε μεταφέρθηκε στο Μετόχι της, κοντά στο Λιτόχωρο. Μέχρι το 1928 το Μοναστήρι ήταν Σταυροπηγιακό, Πατριαρχικό υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού θρόνου. Το 1928 υπήχθη στις Νέες Χώρες.

Σήμερα αναπτύσσει πλούσια πνευματική και φιλανθρωπική δραστηριότητα, με ολοήμερες εξομολογήσεις και πνευματικές διδαχές κάθε Κυριακή πρωί μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, όπως επίσης διαλόγους, συνέδρια και ολονύκτιες αγρυπνίες. Πανηγυρίζει στις 23 Ιανουαρίου, που είναι και η ημέρα μνήμης του Αγίου Διονυσίου. Επίσης, στις 14 Σεπτεμβρίου τελείται η τοπική εορτή του Σταυρού, στην Παλαιά Μονή του Αγίου Διονυσίου.

 Ιστορικά στοιχεία
 

Ίδρυση

 Το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Άγιο Διονύσιο εν Ολύμπω γύρω στο 1542, επί Πατριάρχη Ιερεμία του Β' (1522-1546) και όταν ήταν Σουλτάνος ο Σουλεϊμάν Α' (1520-1566). Ο Άγιος, επιστρέφοντας από το Πήλιο, έλαβε από τον Τούρκο Αγά της περιοχής την άδεια νά κτίσει ελεύθερα μοναστήρι και μάλιστα του δόθηκε και η κυριότητα της περιοχής.
 
Ο Διονύσιος εν Ολύμπω έχτισε κελιά, παρεκκλήσια και μύλους ενώ φρόντισε για τον εμπλουτισμό του μοναστηριού με κειμήλια, λείψανα αγίων, εικόνες (ήταν ο ίδιος αγιογράφος), με βιβλιοθήκη πατερικών κειμένων και έγραψε κανονισμούς για την ομαλή λειτουργία της Μονής. Σύντομα τον ακολούθησαν στο Μοναστήρι πολλοί μοναχοί, καθώς η φήμη του Αγίου εξαπλώθηκε με τα θαύματά του και τη λιτή αλλά χριστιανική ζωή του. Έπειτα από 35 χρόνια σχεδόν από την ίδρυση της Μονής, έχουμε γραπτή μαρτυρία για την ακτινοβολία που εξέπεμπε σε επιστολή του Θεοδόσιου Ζυγομαλά προς το Στέφανο Γκέρλαχ, καταδεικνύοντας[3]τον εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό μοναχών που υπήρχαν στη μονή σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα από την ίδρυσή της.
 

Ο Άγιος Διονύσιος επιδόθηκε σε τριπλή εργασία μέχρι το θάνατό του. Έκανε περιοδείες στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου, διδάσκοντας και εξομολογώντας αλλά και στήριζε τον υπόδουλο ελληνισμό, ενθαρρύνοντας την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Ο βιογράφος του Δαμασκηνός Ρεντίνης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο Άγιος εργαζόταν για όλα αυτά.

Ο Όσιος απεβίωσε εκεί στις 23 Ιανουαρίου και είναι άγνωστο το πια χρονολογία έγινε αυτό. Τάφηκε στο αριστερό παρεκκλήσι του Καθολικού της Μονής, όπου σώζεται ο τάφος του μέχρι και σήμερα. Αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες προσκυνητές κάθε χρόνο.
 

Διεθνής ακτινοβολία

Μετά την αποδημία εις Κύριον του Διονυσίου, η φήμη του Μοναστηριού ξεπέρασε τα όρια της Θεσσαλίας και Μακεδονίας και έφτασε μέχρι και τη Ρωσία. Αυτό φαίνεται από σωζόμενη στη Μονή επιστολή των Αυτοκρατόρων της Ρωσίας με χρονολογία 13 Ιουνίου 1692, με την οποία επιτρέπεται στους Μοναχούς του Ολύμπου να περιφέρουν την κάρα του Αγίου Διονυσίου στη Ρωσία. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά μοναστήρια και ναοί στη Βόρεια Ήπειρο κοσμούνται με αγιογραφίες, έργα των αγιογράφων-μοναχών του Ολύμπου. Μερικά αφιερώματα στο σκευοφυλάκιο της Μονής φέρουν ρουμανικές επιγραφές, που δείχνει ότι και στην τότε Μολδοβλαχία είχε απλωθεί η φήμη της Μονής.
 

Καταστροφές και λεηλασίες

Το μοναστήρι δέχθηκε την οργή των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά αλλά και των Τούρκων και Γερμανών αργότερα. Οι πολλές πυργκαγιές και καταστροφές που υπέστη η μονή έχουν καταστήσει άγνωστη την ιστορία της το 17ο και 18ο αιώνα.
 

Το 1790-91 κάηκε από πυρκαγιά, όπως αναφέρεται στην αλληλογραφία των πατέρων της Μονής με τον επίσκοπο Καμπανίας Θεόφιλο, αδελφό διατελέσαντα της Μονής του 'Ολύμπου και καυχώμενον δια τον τίτλο του " Ώλυμπίτου". Την περίοδο της Επανάστασης του 1821 η Μονή πυρπολήθηκε από τους Τούρκους, όπως μνημονεύει ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος. Από τις πυρκαγιές αυτές καταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης, των κειμηλίων και των υπαρχόντων στη Μονή. Πολλά από αυτά τα έκαψαν οι ίδιοι οι μοναχοί από το φόβο τους το 1878 κατά την Επανάσταση του Ολύμπου.

Το μοναστήρι από πολύ παλιά αποτέλεσε κέντρο όλων των κλεφτών και αρματολών του Ολύμπου, άλλά και την έδρα των επαναστατικών κυβερνήσεων, κατά το 1821, 1828 και 1878. Κατά την εξέγερση του 1878, στη μονή κατέφυγαν τα γυναικόπεδα από το Λιτόχωρο και μεγάλη ήταν η βοήθειά της στον αγώνα για την Απελευθέρωση, στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο (1897) και επίσης κατά το Μακεδονικό Αγώνα.
 

Στα χρόνια της Ναζιστικής κατοχής, το μοναστήρι δέχθηκε το τελευταίο πλήγμα με το βομβαρδισμό του από τους Γερμανούς και την ανατίναξη των κτηρίων του (διασώθηκε μόνο το ηγουμενείο), επειδή σε αυτά είχαν καταφύγει αντάρτες. Έπειτα μεταφέρθηκε στο Μετόχι ή Σκάλα, που υπάρχει από το 18ο αιώνα, κοντά στο Λιτόχωρο. Το εν λόγω Μετόχι αναφέρεται σε σιγγίλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1753.

 

To Μοναστήρι σήμερα

Σήμερα το Μοναστήρι λειτουργεί ως ανδρώα κοινοβιακή Μονή με καθηγούμενο τον Αρχιμανδρίτη Μάξιμο Κυρίτση και με 24 μοναχούς[7].
Μέσα στο μοναστήρι, σε πρόσφατα ανακαινισμένο κτήριο του 1860 λειτουργεί και το νέο σκευοφυλάκιο (Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο), το οποίο εγκαινιάστηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στις 29 Μαΐου 1999. Σε αυτό φυλάσσονται εκκλησιαστικά κειμήλια μεγάλης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας. Ενδεικτικά αναφέρονται εικόνες του 15ου-19ου αιώνα, πατριαρχικά σιγγίλια, κεντητά άμφια, πατριαρχικοί σταυροί, τμήμα Τιμίου Ξύλου, άγια λείψανα και παλαιά χειρόγραφα. Από αυτά γνωρίζουμε σήμερα πολλά στοιχεία για την Ιστορία της Μονής.
Η Μονή προσπαθεί και ακολουθεί σχεδόν κατά γράμμα το αγιορείτικο τυπικό, σε σημείο που να μπορούν να πουν και οι γυναίκες που εκκλησιάζονται στο εξωτερικό καθολικό της Μονής (γιατί η Μονή διατηρεί το άβατο) ότι επισκέφθηκαν και λειτουργήθηκαν σε ένα αγιορείτικο Μοναστήρι.